|
ο лев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лев? — λιόντας как с (ново)греческого переводится слово λιόντας? — лев — σουσουράδα — μισακάρικος — αεροβόλισις — ανέφελος — δοκιμαστικά — στρατοκρατικός — επάγην — ακατάκτητος — μικροπαντρεύομαι — αναφλογίζω — ρατσιστικά — φραχτικός — Απρ. — ομπρέλλα — εθελοντικά — προνόμιο — βακτηριολογικός — φυλογένεια — αργοπορημένος — ψόγος — γλυκορητάω |
|||