|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σμυριδόπανο? — — δικάταρτο — βοβίζω — λιγούρι — αμαλάκωτος — λιοβασίλεμα — σείσιμο — συνευθύνομαι — καλλιτεχνία — μισώ — καύκαλο — περίοδος — πατριαρχεύω — αργυρόχρυσος — ανδράδελφη — ακρωτήριο — αφιλοχρήματος — διάτονος — βρεφοδόχος — τεσσάρα — μαντζουράνα — αλαφροκαρδιά |
|||