|
приставка, означ. повторение действия, напр. : ματαβάζω, ματαλέω — #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ματα-? — — μισοκατεστραμμένος — τίμημα — γεωργήσιμος — απλότητα — μέθεξη — σαπρία — πεταχτό — ψάλτης — κερασής — ρουμπινές — στροφόμετρο — γλυκανεβαίνω — καημενούλης — ματσούκα — κτηνώδης — φουρνίρισμα — νυμφομανία — τονούμενος — μπογιαντίζω — έγκλιση — εγκλιματισμός |
|||