|
клинообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клинообразный? — εμβολοειδής как с (ново)греческого переводится слово εμβολοειδής? — клинообразный — φιλέκδικος — μορτιτικός — αμαύρωση — σύνολο — συντροφιαστά — επιτηρώ — πυρετογόνος — ληνός — ξεκουρνιάζω — κατβαρχίδης — συνάντημα — χτίζω — βόνασος — ξώπετσος — επικρουστήρας — ψευδογνώμων — ψυχαναγκασμός — προπληρώνω — καρφοπέταλα — εφημεριοκός — φυσικοχημικός |
|||