Новогреческий словарь
χειρολαβή
χειρολαβή
η 1)
перила
;
2)
ручка
(чего-либо)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перила
? —
χειρολαβή
как на
(ново)греческом
будет слово
ручка
? —
χειρολαβή
как с
(ново)греческого
переводится слово
χειρολαβή
? — перила, ручка
#
(ново)греческий словарь
—
κανάκεμα
—
σαλεύω
—
παραλαλητό
—
ποδοβολητό
—
ωοφάγος
—
ευκολύνω
—
συμπάω
—
ανατροφοδότηση
—
όρυγμα
—
επικαταρώμαι
—
φοινικόδασος
—
θαφτικά
—
γυναικάδελφη
—
ζωοτρόφος
—
πραγματογνώμων
—
αποθέσιμο
—
ξεκούρασμα
—
κοσμολογία
—
χειροκρατώ
—
πρόπερσι
—
σύγκρυος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве