|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κνικάτος? — — ανολοκλήρωτο — παρακίνηση — αλμυρούτσικος — ψυχοαναληπτικός — επισκέπτης — κουκουβίζω — ευώδης — κροκέ — καρδιοσκασιά — αγνωσιά — καλοβαλμένος — πύραυνον — εκχυδαΐζω — τωόντι — διαβάλλω — ριντό — θαμπάδα — πολιορκούμαι — ακρυφτος — αφίνω — λιγδιάρικος |
|||