Новогреческий словарь
μονώνυχος
μονώνυχ|ος
зоол.
непарнокопытный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непарнокопытный
? —
μονώνυχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονώνυχος
? — непарнокопытный
#
(ново)греческий словарь
—
υπερσιτίζω
—
βραβεύσιμος
—
νυκτοσκοπός
—
αποκοντρίασμα
—
αρχάγγελος
—
ανομοιοκατάληκτος
—
τέχνασμα
—
αγένεια
—
αποποιούμαι
—
σκυλοδόντι
—
φλουρί
—
ασθενώ
—
εκατοστάρικος
—
απομονωμένος
—
ορμεμφύτως
—
ιεράρχηση
—
ισομετρία
—
σύσφιξη
—
βρογχοκηλικός
—
οχταετία
—
σανιδοειδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве