|
η физ. проводимость; ~ ηλεκτρική — электропроводность; ~ θερμική — теплопроводность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проводимость? — αγωγιμότητα как с (ново)греческого переводится слово αγωγιμότητα? — проводимость — φρού-φρού — ανωφερής — αιθέριο — μαδαρός — ζαντολάστιχο — ήρως — ναυπηγώ — τειχίο — αναφορικώς — μακροκάνης — κρεπάρω — μυλοστέρνα — μεράκλωμα — οργανοποιείο — ψαλτικός — γυναικαρέσκεια — προσδιορισμός — κινεζικός — υδραγωγός — νεκρικός — εξάμβλωση |
|||