|
το кнут, плеть; μέ τό ~ — насильно, принудительно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кнут? — καμουτσίκι как на (ново)греческом будет слово плеть? — καμουτσίκι как с (ново)греческого переводится слово καμουτσίκι? — кнут, плеть — νοιώνω — ιπποτροφείο — πήγα — ρουμπίνι — χατμάνος — πρωτοδιορισμένος — θάλπος — μοσχεύω — γουρουνομαθημένος — ελευθεροτυπία — θεόκτιστος — γραμματολογία — γλυκοχαϊδεύω — αναβροχιά — απαιδαγωγησία — δυσπεπτικός — διακλυσμός — απαλλαγέντας — χρεώλυτρον — τραμβαγιέρης — ελμινθοκτόνος |
|||