|
ο 1) каменобоец; 2) камнедробилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменобоец? — λιθοθραύστης как на (ново)греческом будет слово камнедробилка? — λιθοθραύστης как с (ново)греческого переводится слово λιθοθραύστης? — каменобоец, камнедробилка — λασπολόγος — φορμαλιστικός — μπαίνω — κλωστός — μέγας — ακατάφερτος — κακόγνωμος — εξακισχίλιοι — εκκλησιάρισσα — ενεργούμενο — εξτρεμιστικός — πυραμιδικός — μπροσούρα — πορφυροβαφής — αντηλιακός — φθόγγος — παντοδύναμος — ώριμος — κρέβατος — εμπαίκτης — στεατουργείο |
|||