Новогреческий словарь
υφασματέμπορος
υφασματέμπορ|ος
ο
торговец тканями
, мануфактурой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торговец тканями
? —
υφασματέμπορος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υφασματέμπορος
? — торговец тканями
#
(ново)греческий словарь
—
εγνωσμένος
—
γοργοκίνητος
—
μερακλήδικος
—
υίοθεσία
—
Κεραμεικός
—
βέλασμα
—
ευθύνομαι
—
οδηγάω
—
γαλένα
—
φαιδρότητα
—
δεκαοχτάχρονος
—
χριστιανός
—
ατζαμοσύνη
—
σελεμίζω
—
φυγή
—
εξόφληση
—
ενάκανθος
—
σεντονάκι
—
σφηνώνω
—
μισοαποικία
—
εκφραστικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве