|
(εμού, μού-εμοί, μοί-εμέ, μέ-έμενα) αντων. я; ~ ο ίδιος — я сам; === τί μού κάνεις; — [phrase]как поживаешь?[/phrase]; έμενα (μού) τό λές αυτό; — [phrase]и это ты мне говоришь?[/phrase]; κατ' εμέ — по-моему; τό ~ — (собственное) я, собственная личность;??? τόν απασχολεί τό ~ του καί μόνον — [phrase]его занимает только его собственное я[/phrase]; σού έχει ένα ~! — [phrase]он такой эгоист![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово я? — εγώ как с (ново)греческого переводится слово εγώ? — я — αβδελλιάζω — εικονομαχικός — υποχονδρία — αδερφομεράδι — ειρηνεμένος — διαλογιστικός — πάρεργος — χαρτοφύλακας — καταμερίζω — αποποιούμαι — καραούλι — τραυματίας — κολλεκτίβα — ολόκαινος — συγκοινωνιολογια — γνωμάτευμα — βλυχός — μπάσκετ-μπώλ — παραπολύ — ξετρυπώνω — χειρομαλάζω |
|||