Новогреческий словарь
ευρύνω
ευρύνω
(αόρ. ηύρυνα, παθ. αόρ. ηυρύνθην)
расширять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расширять
? —
ευρύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευρύνω
? — расширять
#
(ново)греческий словарь
—
καταβροχθίζω
—
μηχανάκι
—
ειδεχθής
—
συνέρισμα
—
θές
—
δεκαπενταύγουστος
—
πιθηκίζω
—
διφθερία
—
ακαταλάγιαστος
—
καραγκιοζοπαίκτης
—
άλλαξη
—
πρωτοτόκια
—
αναμαυλίζω
—
επίτιμος
—
καρδαμωμένος
—
διάχρυσος
—
άλευρο
—
δουτιά
—
χιράμι
—
δρεπανιά
—
αμμουδιάτικο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве