|
(αόρ. ηύρυνα, παθ. αόρ. ηυρύνθην) расширять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — ευρύνω как с (ново)греческого переводится слово ευρύνω? — расширять — καρκινοβασία — πρωτόκλητος — χοντρικά — οινοπνευματόμετρον — υποβρύχιος — χρηματόγραφο — δοξαστός — ομοιόχρωμος — απομουδιάζω — ματσωμένος — αυτόματος — συστοιχίζω — αμνημοσύνη — ορατός — ελαιογραφία — αυτόπτης — αποκοιμώμαι — ίδρωτας — μετοχή — παρδαλωτός — συμβιβάσιμος |
|||