|
(αόρ. προσηυχήθην) молиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молиться? — προσεύχομαι как с (ново)греческого переводится слово προσεύχομαι? — молиться — λύτρωμός — Εικοσιένα — κοκκινιστός — εξώλαμπρα — γυμνόπους — αποδελτίωση — χρηματοοικονομικός — υποδικοκατάδικοι — στενόφυλλος — εξεμώ — τσακάω — απλωτοριά — αναρρίπισις — παραπλάνηση — αδικοσκοτωμένος — τυφικός — εξώροφος — σκέπω — συνοδηγός — καλοριφέρ — παρεννοώ |
|||