|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεοκρατικό? — — συνειδοποίηση — δυσβάστακτα — κερατώνω — αβούιστος — συνεπάγομαι — συλλειτουργώ — ανακτίζω — αντρειώνομαι — αμφίκυρτος — ακουκούλλωτος — χαλκοτσούκαλο — εισαγγελία — λογοκλοπή — πασσάλωσις — κουβεντολόι — ακαταλληλότητα — κοντέσσα — ποντικοφάρμακο — ακριβοκάμαρα — εξόδευμα — σελιδαρίθμηση |
|||