|
το 1) висок; 2) разум; === τί λέει τό ~ίγγι σου; — [phrase]что ты говоришь? какой ты вздор несёшь?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово висок? — μήλίγγι как на (ново)греческом будет слово разум? — μήλίγγι как с (ново)греческого переводится слово μήλίγγι? — висок, разум — εξιδιασμένος — κατσικοπρόβατα — κέφι — γαλβανοσκόπιο — στροφίδι — δυσμενής — ακοφίνιαστος — πολυέλαιος — παλαντσάρω — διονυχίζω — δείξις — ευκοσμία — αργητός — μασκαρλίκι — δώρημα — φελάω — δοκιμαστικά — αφύλλωτος — υπολειμματικός — παραλληλεπίπεδο — αγαλλιώ |
|||