|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουσμένος? — — λουφάζω — σφόνδυλος — οσφραίνομαι — πανστρατιά — χρυσόφτερος — φτερούγιασμα — ξεκατινιάζω — λευκοπάθεια — θάμβος — ξεπίτηδες — ελεγειακός — τυποτηλεγραφία — φαλάκρωση — μιασμένος — τσακίζομαι — κερδισμένος — αναφλογέας — θεώρημα — φωτοτυπία — συβαρισμός — συνωμοτικά |
|||