|
(-ιδος) η мед. эпифизит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпифизит? — επιφυσίτις как с (ново)греческого переводится слово επιφυσίτις? — эпифизит — μπαλέττο — ζωόφιλος — κατακαμένος — τσακίζομαι — χαμηλοβλεπούσα — σάχλα — ψυχορράγημα — ανατρέπω — σεισμόπληκτος — αποκλειστικότητα — υπομισθώνω — γκαφατζής — έαρ — βραδυκίνητος — επιπεφυκίτις — διαβατό — αορίστως — πρακτική — ζαγάρι — αυτογέννηση — αξιότιμος |
|||