Новогреческий словарь
στυπτικός
στυπτικός
мед.
вяжущий, закрепляющий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вяжущий
? —
στυπτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
закрепляющий
? —
στυπτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυπτικός
? — вяжущий, закрепляющий
#
(ново)греческий словарь
—
ανάρπαστος
—
σκαλίτσα
—
δαμάλι
—
φιδοτόμαρο
—
τιμητικός
—
χωνευτικός
—
αντιπαθής
—
ακτινοειδής
—
χονδρύνο
—
συνυπογράφω
—
επιπάσσω
—
εγερτικός
—
επιχαλυβώνω
—
γαλβανίζομαι
—
αποκλαμός
—
διήκω
—
καλοσυσταίνω
—
φατνοοδοντικός
—
μαχμούρης
—
αποψιλώνω
—
επωμιδόδεσμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,