|
1) гребной; ~οί αγώνες — гребные гонки; 2) относящийся к гребцу #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гребной? — κωπηλατικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к гребцу? — κωπηλατικός как с (ново)греческого переводится слово κωπηλατικός? — гребной, относящийся к гребцу — φρεατωρύχος — αντασφαλιστικός — ανηλώθην — ανεπίληπτα — σιγαλοπαπαδιά — θωρακίτης — ροϊτό — ανιστόρητο — γκιουστέκι — ανοικτο- — ζώστρα — απογραφή — αχρεωστήτως — καινοπρεπής — μεταβάπτισμα — εισήνεγκον — αναβραστός — καψιά — φακωτός — κατοικίδιος — επινόηση |
|||