δεσποτικά

формы словаβ
δεσποτικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δεσποτικά? —


στράγγισηεντεριώνηεπαρκώςλευίτηςπροαποβίωσηξαποσταίνωλούνικφεγγαρίζωήανεξάλειπτοςβαρκούλαπιλαλώτρίωροςπαραδείσιοςξημερώνομαικαταπολεμιέμαιτσιλιβήθραλόξευμανιφτήραςεπισωρευτήςφάνταγμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit