|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεσποτικά? — — στράγγιση — εντεριώνη — επαρκώς — λευίτης — προαποβίωση — ξαποσταίνω — λούνικ — φεγγαρίζω — ή — ανεξάλειπτος — βαρκούλα — πιλαλώ — τρίωρος — παραδείσιος — ξημερώνομαι — καταπολεμιέμαι — τσιλιβήθρα — λόξευμα — νιφτήρας — επισωρευτής — φάνταγμα |
|||