|
η 1) прилив; 2) половодье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прилив? — φουσκονεριά как на (ново)греческом будет слово половодье? — φουσκονεριά как с (ново)греческого переводится слово φουσκονεριά? — прилив, половодье — χυτοσιδηρούς — βλάπτω — λαδερό — χοντροκοπάνα — μαντρώνω — άστοχος — εξαπλασίασμός — αποκρούω — Ιαπωνία — ανάπιαστος — έλλειμμα — μικρός — ηλιογραφία — πεσκίρι — παιχνιδούπολη — στίλβω — απλολογία — διαλλάττομαι — συγγενάδι — ερημόνησο — διαχώριση |
|||