Новогреческий словарь
διασκέλα
διασκέλα
η 1) (большой)
шаг
;
2)
перевал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шаг
? —
διασκέλα
как на
(ново)греческом
будет слово
перевал
? —
διασκέλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασκέλα
? — шаг, перевал
#
(ново)греческий словарь
—
αξαφνος
—
γενάτος
—
διαφέρομαι
—
θαλασσοκρατορία
—
σκαλεύω
—
κολλυβισμός
—
αγγίνα
—
απότιστος
—
γκαστρώνομαι
—
μισαλλόδοξος
—
αναπληρώνω
—
επίφυση
—
σούβλα
—
ρίνη
—
σαφώς
—
γερανοφόρος
—
δυσλεξικός
—
πραγματεύομαι
—
αποκρυστάλλωση
—
οινοπνευματομέτρηση
—
νερολεκές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве