|
η отсутствие надзора, безнадзорность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отсутствие надзора? — ανεπιτηρησία как на (ново)греческом будет слово безнадзорность? — ανεπιτηρησία как с (ново)греческого переводится слово ανεπιτηρησία? — отсутствие надзора, безнадзорность — αρχαιοκαπηλικός — ερημωτικός — κατευνάζω — εκλέκτωρ — ζηλαδέρφια — λαδερός — πυροβολικός — κακέκτυπος — τραπεζοκόμος — αψίκορον — σχετλιασμός — εγχάραξη — ανακατονκίζω — ζυθοπωλείο — καβάλα — αντιμετάθεση — πολυκτήμων — ματέ — κοντραμπάστουνο — μεθεπόμενος — ελατένιος |
|||