|
пять; τό ~ — пятёрка; === τόν πήγε ~ ~ — [phrase]он струсил не на шутку[/phrase]; έμεινε στούς ~ δρόμους — [phrase]он остался один-одинёшенек, у него ни кола ни двора[/phrase]; άφησε τά παιδιά του στούς ~ δρόμους — [phrase]он бросил на произвол судьбы своих детей[/phrase]; κάλλιο ~ καί στό χέρι παρά δέκα καί καρτερεί — [phrase]лучше пять наличными, чем десять в кредит; лучше синицу в руки, чем журавля в небе[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пять? — πέντε как с (ново)греческого переводится слово πέντε? — пять — ακανθόχοιρος — εκφυλιστικά — πραγματιστικός — τριήραρχος — ιξός — ξεστρώνω — ελεύθερος — ντροπαλάδα — γυάρδα — φυματίνη — ελλαδίτικος — Ουκρανίδα — Σκωτσέζος — αλεπουδίσιος — γλυκοκυματούσα — μύθευμα — ρωσσιστί — γαλάχτισμα — σπογγίνη — εξυπαρχής — απεχθής |
|||