ξαναγάπησαν

формы словаβ
ξαναγάπησαν



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξαναγάπησαν? —


μπροςδιεθνίστριακοκόνιένδικοςπεισματικόςπροσχεδιασμένοςταραγμένοςπρωίκορυφώνομαιιωβηλαίοξαποστένωφιδάκιμύξηςχορηγικόςκαρυδάτοςαπαραίτητοςστουπίαισχυντηλάάλευρομόρφημαατρύπωτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit