|
ο лучник, стрелок из лука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лучник? — δοξαράτος как на (ново)греческом будет слово стрелок из лука? — δοξαράτος как с (ново)греческого переводится слово δοξαράτος? — лучник, стрелок из лука — πολύκαρπος — κάκια — υαλοτέχνης — κομμουνισταριό — μελανότης — λεπτογραμμένος — εδεπά — εκείθες — κλώσσισμα — λαντζιέρισσα — κλώσμα — γνωμιάρης — χειροτέχνιδα — βουτυράπιδο — συμβιβαστικότητα — αποσχηματισμός — αγγειοπλαστικός — πόση — καψύλιο — σμαραγδένιος — αγαλματουργία |
|||