Новогреческий словарь
τελεσιγραφικός
τελεσιγραφικός
ультимативный
;
μέ τελεσιγραφικό τρόπο — ультимативным образом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ультимативный
? —
τελεσιγραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τελεσιγραφικός
? — ультимативный
#
(ново)греческий словарь
—
ωκυτόκος
—
σουμπρέττα
—
σενάριο
—
κολασμένος
—
πρόπτυξη
—
τρόλλεϋ
—
γέλασμα
—
νομισματοδέκτης
—
αγγελτήριος
—
βάλανος
—
φαγεντιανός
—
ανεπίγνωτα
—
μισοστρατής
—
ψηστικά
—
θηριομάχος
—
μπόρ
—
γιαρένης
—
λεμφοπάθεια
—
διάρροια
—
κορνιζοπωλείο
—
προσβλημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве