|
1. длинноногий; 2. (о) кенгуру #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинноногий? — μακρόπους как на (ново)греческом будет слово кенгуру? — μακρόπους как с (ново)греческого переводится слово μακρόπους? — длинноногий, кенгуру — συμπαθώ — μπιρμπιλομάτης — πενία — κασκαβάλι — απρόφερτος — πεντατομικός — ευφημιστικός — αναπτύσσομαι — αισθαντικότητα — ανεμογγάστρι — μεθερμηνεύω — μαρτυριάρικο — σιδερικό — ανακαρού — ολιγώτερος — απολυμαντήριος — καυχησιολόγος — βαράω — αντιμόνιο — φαροδείκτης — γλωσσάδικο |
|||