|
το картофельная мука, крахмал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картофельная мука? — πατατάλευρο как на (ново)греческом будет слово крахмал? — πατατάλευρο как с (ново)греческого переводится слово πατατάλευρο? — картофельная мука, крахмал — αφατρίαστος — χερομάχος — επιμιξία — αγγελόκομμα — σμίκρυνση — εξιλεωτικός — αντιτάσσω — ακαλούπιαστος — οικοτεχνία — κτηματολόγιο — ερασιτέχνης — ένωση — ηδονόχαρος — λωποδύταρος — πρόσκτηση — περιφέρεια — πυρίτης — μεγαλοσύνη — απογύρι — ιστός — γιουρντάνι |
|||