Новогреческий словарь
πατατάλευρο
πατατάλευρο
το
картофельная мука, крахмал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
картофельная мука
? —
πατατάλευρο
как на
(ново)греческом
будет слово
крахмал
? —
πατατάλευρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατατάλευρο
? — картофельная мука, крахмал
#
(ново)греческий словарь
—
μεσαίωνας
—
αντέφεση
—
μοναχικότητα
—
καννιβαλικός
—
κινητοποιούμαι
—
οδαλίσκη
—
αυταρχικά
—
παραδοξολογία
—
προσηλώνω
—
ικέτις
—
σταυλοφύλακας
—
αρνοκέφαλο
—
ιλλυρικός
—
αβλασφήμητος
—
Λ
—
καννίβαλος
—
βρογχοσκόπηση
—
μπαμπάς
—
διπλιάζω
—
δευτε
—
δημότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,