|
жениховский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жениховский? — γαμπριάτικος как с (ново)греческого переводится слово γαμπριάτικος? — жениховский — αχνοκέρι — Θ — παρέμβλημα — ιχθυοφόρος — κελαϊδιστός — Σουηδία — αρχαιοπαράδοτος — φορητός — εντροπιάρης — κριθάρι — εννεάμηνος — σαϊτιά — ελλιμένιση — καταπονημένος — ανεύρεση — μαντίλλια — υπερθερμία — ζευλόράμμα — αρρωσταίνω — γαργάλι — κεραμιδόχωμα |
|||