|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμπαικτικώς? — — πάψη — τσουκνιδόσουπα — μπιρμπίλωμα — αλευροποιείον — αναθάλπω — ραδιοτηλεφωνία — ανακεφαλιά — αυθαδειάζω — αμπαρωμένος — γλωσσοφαγιά — αρμάθιασμα — μισερώνω — υπογραμμή — μαυροθαλασσίτης — κρυφτός — πόζα — διδάσκαλος — δεκεμβριστές — αποζητώ — συναρμολογητής — προβάρω |
|||