|
το мачта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мачта? — άρμπορο как с (ново)греческого переводится слово άρμπορο? — мачта — μανδήλιον — διακονία — διεξοδικότητα — κωδικογράφος — ασσαλος — νεοπλασία — κυψέλη — γυφτοφάσουλα — αστραχάν — τάχυνση — δημοτικά — αφροδισιακός — σπαργάνωμα — δούλεμα — ασχολούμαι — αστρύμωχτος — συμβιβάσιμος — θεριστήρι — επίνειο — μισανθρωπία — τζαβεττάρω |
|||