|
το кандалы, цепи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кандалы? — αλυσόδεσμον как на (ново)греческом будет слово цепи? — αλυσόδεσμον как с (ново)греческого переводится слово αλυσόδεσμον? — кандалы, цепи — αστητος — ψυχρομετρία — αποκαρδίωση — παρείσφρηση — εξωνούμαι — ιδιωτεία — κολοκυθοκορφάδες — μεταξοβιομηχανίο — τυπολατρία — ατσιγάριστος — μπαντανάς — σαδιστικός — ασφυξία — ημιθανής — φλεβώδης — ταγγάδα — ιδιάζων — αντιπεφωνημένος — σκελετός — έχτρητα — πυκνότης |
|||