|
, ~ιά η наследство (тж. перен.); наследие; πνευματική ~ — духовное наследство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наследство? — κληρονομία как на (ново)греческом будет слово наследие? — κληρονομία как с (ново)греческого переводится слово κληρονομία? — наследство, наследие — μιξοβάρβαρος — πραγματογνωσία — μπλέκομαι — ανθρακεία — αναχαίτισμα — ερανίζομαι — αυλακωτός — περισσώς — κατηφόρα — ρογί — βίλα — ενόψει — πεθυμάω — θεματολογία — καλοφαγού — συνεχίστρια — μισο- — αυγουλάς — οβελίζω — κλαδευτήρα — φιλονομία |
|||