|
το наценка, надбавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наценка? — υπερτίμημα как на (ново)греческом будет слово надбавка? — υπερτίμημα как с (ново)греческого переводится слово υπερτίμημα? — наценка, надбавка — γλιάζω — αντίζηλη — αισθητικά — κορφολογώ — τρεμουλιάζω — ανακορώνω — εκατόμβη — στρεμμοτικός — κύλινδρος — άκλωθος — φαλτσέττα — επιμεριστικός — κεραυνός — γαργαρίζω — υποδαπέδιος — καταβοώ — δικαρπίζω — ανακυλώ — δοξασμένος — επισημασμένος — κρυσταλλολυχνία |
|||