|
η мед. нормальное зрение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нормальное зрение? — εμμετρωπία как с (ново)греческого переводится слово εμμετρωπία? — нормальное зрение — διοπτικός — εξομάλισμός — αλευροειδής — ανακρίβεια — αναγομώνομαι — πειθήνιος — ιχθυοτρόφος — ωόπ! — εμπορομεσίτης — Πρωτομαρτιά — λαμπικαριστός — κλειδάριθμος — ξεγύμνωτος — κλώμπ — χράμι — αλλοφθαλμία — γκρεμοτσακισμένος — μονόγαμος — νερωμένος — κληρονομάω — ξηροπήγαδο |
|||