|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово 'λιοκαμένος? — — ακμάζω — βυζαχτής — αμφιρρέπεια — φοβάμαι — λιθανθρακαέριον — ακαματεύω — πηγάζω — αμείβω — δολερός — ομοφωνία — παραφυλάω — πλαγιαστός — προϊστορία — φυτογεωγραφικός — σποράδην — θηλυπρεπής — μαθηματικός — σιμίτι — λεπτόκοκκώδης — πυρασφάλεια — αποκτώ |
|||