|
η исторический памятник (письменный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исторический памятник? — δέλτος как с (ново)греческого переводится слово δέλτος? — исторический памятник — ασφαλτώδης — επανάληψη — δουλεμπορία — ατομικισμός — ενοποιός — οζώδης — αποκαταστάσιμος — ψιμυθίτης — υπερτροφία — παρετυμολογία — δέψης — σταυροδοτώ — κάψα — αποδημητικός — αναθεματούρι — συριακός — διατομίς — ακαπάρωτος — αεροβική — διατρυπώ — διακανονισμός |
|||