|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρητορισμός? — — μαλλιοτραβιέμαι — αγριοπόταμο — περίοικος — επανωσένδονον — ξινούτσικος — καλοσύνη — βόσκηση — στάσιμο — κολασμένος — αναφωνητής — δασκαλούδι — γοβάκι — σαββατικός — κοπανιά — συμπερασματικός — εκφυλισμός — εριφος — προπέτασμα — ακατάχτητος — τηλέφωνο — απαρτίζω |
|||