Новогреческий словарь
αποστοματικού
αποστοματικού
из уст.
лично; изустно
(книжн.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лично
? —
αποστοματικού
как на
(ново)греческом
будет слово
изустно
? —
αποστοματικού
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποστοματικού
? — лично, изустно
#
(ново)греческий словарь
—
ανοιχτά
—
αμεθεξία
—
μαράζωμα
—
ψυχοσωματικός
—
αλευρεμπόριο
—
τερπνό
—
πόντος
—
βράδυ
—
ανορθοδοξία
—
ιζηματογένεση
—
αποτίλλω
—
λιπαντικό
—
αλλόφυλος
—
ψυχομαντεία
—
καμπούρα
—
γερουσιαστής
—
γραφικός
—
χαζοβιόλης
—
ευθάλασσος
—
αντικατάταξη
—
αντιπαθώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве