|
το поле (тж. перен.); ~ μάχης — поле боя; ~ ασκήσεων — учебный плац; ~ βολής — полигон; стрельбище; тир; ~ δράσης — поле деятельности; οπτικό ~ — поле зрения; ~ απογείωσης (προσγείωσης) — взлётная (посадочная) площадка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поле? — πεδίο как с (ново)греческого переводится слово πεδίο? — поле — νουθετώ — καφενόβιος — συνέβγαλμα — βαδιστής — οίκηση — χαρακισμός — μοσχοβούτυρο — ρύπος — σανίδα — φιλοφρονώ — αποκρυφτώ — δευτεριάτικα — πολτοποίηση — ανευθυνία — ούλτρα — επιστημονικώς — μαγαρισμένος — κυνηγάρικος — εξοδεύομαι — αμφισημία — στερεογραφικός |
|||