|
η утопистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утопистка? — ουτοπήστρια как с (ново)греческого переводится слово ουτοπήστρια? — утопистка — βεντάγια — ξωκλήσι — αργυρούς — ζεστούτσικος — πούρος — αμφίλογος — σπαρταρώ — υποχθόνια — προάσπιση — ειμαρμένον — καλαπόδι — υποσέλιδο — κρατήρας — μύχιος — επιτελίδα — πρό — ιερότητα — ασύνακτος — ερευνητνκότητα — σέβαση — συγκοινωνιολογία |
|||