|
переводить (на другой язык) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переводить? — μεταφράζω как с (ново)греческого переводится слово μεταφράζω? — переводить — σκοτοδινίαση — παταγώδης — σαγηνευτής — παρασημοφόρηση — αναβάλλομαι — απρογύμναστος — σπλάχνο — εισαγώγιμος — δικονομικός — προτροπάδην — στεναξιά — πανουργία — αυτοκρισία — ακρόστυλον — σωπαίνω — πιλάλημα — αγρυπνία — στέμμα — τρελλοκομείο — χαλβαδόπιττα — αναδείχνομαι |
|||