|
ο 1) просветитель; 2) агитатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просветитель? — διαφωτιστής как на (ново)греческом будет слово агитатор? — διαφωτιστής как с (ново)греческого переводится слово διαφωτιστής? — просветитель, агитатор — ζυμώτρια — εμπαικτικώς — ελεφαντίνη — ζ — δυσπρόφερτος — λαοκράτισσα — υποδουλωτής — γλυκοκελαδίστρα — γερμός — αμύλωσις — ψευδομονάδα — ανάποδος — κρούση — σύγκριση — κτύπος — γιορτάσι — απροσγείωτος — μεσάτος — αστροφυσικός — επιβάτρια — εντερολογία |
|||