|
1. математический; 2. (ό, η) математик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово математический? — μαθηματικός как на (ново)греческом будет слово математик? — μαθηματικός как с (ново)греческого переводится слово μαθηματικός? — математический, математик — δεκαεφτά — ψιχαλητό — ισοτέλεια — απόθεμα — αλατούχος — επιθάνατος — πασσαλείβω — κοινολογώ — εύρωστος — τιτάνιο — επίκλιση — αρχικουμούνι — απόσταξη — αλγεινός — κεντουρία — ασημείωτος — διχτυάρικο — ψυλλιάζομαι — καταφατικώς — αρωγή — βουβαμός |
|||