|
ο 1) интриган; 2) шпион, доносчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интриган? — σπιούνος как на (ново)греческом будет слово шпион? — σπιούνος как на (ново)греческом будет слово доносчик? — σπιούνος как с (ново)греческого переводится слово σπιούνος? — интриган, шпион, доносчик — καταιονητήρ — αναισχύντως — πλάτυσμα — γλύφανο — παρασκιά — κωλο- — λανολίνη — ξυλοποικιλτική — τουαλέττα — αλευροπρατήριο — παρασόλι — αχιλιά — ελαιοδεψία — βενεζουελανός — φαλαιναλιευτικός — σμίξη — χάροντας — μετόπισθεν — συγκαιριανός — πρωτομαθαίνω — μεταπολίτευση |
|||