Новогреческий словарь
μπρούσικος
μπρούσικ|ος
терпкий, кисловатый
(о вине)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
терпкий
? —
μπρούσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
кисловатый
? —
μπρούσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπρούσικος
? — терпкий, кисловатый
#
(ново)греческий словарь
—
ξαραχνιάζω
—
κάλιο
—
αναδιπλωμένος
—
ξανθοκυανωπία
—
αμάχητα
—
συγκατάταξη
—
βάδισμα
—
αξίδιαστος
—
ξυλοτομία
—
βολβικός
—
εκπνευση
—
δαιμονοληψία
—
βραζιλιανός
—
μέλαν
—
γόνυ
—
επιλεκτικότητα
—
ελλείπω
—
νοομάντις
—
βλαστητικός
—
ταφή
—
σπινθηροβολώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,