Новогреческий словарь
εύθυνσις
εύθυνσις
(-εως) η
выравнивание, выпрямление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выравнивание
? —
εύθυνσις
как на
(ново)греческом
будет слово
выпрямление
? —
εύθυνσις
как с
(ново)греческого
переводится слово
εύθυνσις
? — выравнивание, выпрямление
#
(ново)греческий словарь
—
αρτήρ
—
μορμόνος
—
φρενοβλαβής
—
παλληκαρήσιος
—
ονάριο
—
πολυκέρι
—
ακάλυπτος
—
γλυκαναλατιά
—
ψιλοτραγουδώ
—
γεωθερμικός
—
αρχοντιά
—
δαφνοστεφάνωτος
—
διάμεστος
—
άφλεκτος
—
τρόμος
—
επιδημιολόγος
—
ζαμπαράς
—
προφυλακή
—
στέγνη
—
βιολογία
—
νηφάλια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,