|
το 1) яблоко; 2) скула; τό ~ (της παρειάς) — скула; 3) : ~ τού παραδείσου — банан (растение) ; === τό ~ τής έριδος — яблоко раздора; ~ τού Αδάμ — адамово яблоко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яблоко? — μήλο как на (ново)греческом будет слово скула? — μήλο как с (ново)греческого переводится слово μήλο? — яблоко, скула — αντεισαγγελέας — δεσμευμένος — χαμαίφυτο — υψομετρικά — καρσί — αποπτίλωση — τσέκ — απιοειδής — ετερόδυνος — κολυμβητική — εργατιστής — πυλώνας — ωμορφιά — μεγάλος — άδωρος — επωμίδιον — πολυμήχανος — αζωογόνητος — λαγοκοιμάμαι — διατράνωσις — χιλιμίντρισμα |
|||