Новогреческий словарь
μήλο
μήλο
το 1)
яблоко
;
2)
скула
;
τό ~ (της παρειάς) — скула
;
3) :
~ τού παραδείσου — банан (растение)
;
===
τό ~ τής έριδος — яблоко раздора
;
~ τού Αδάμ — адамово яблоко
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
яблоко
? —
μήλο
как на
(ново)греческом
будет слово
скула
? —
μήλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μήλο
? — яблоко, скула
#
(ново)греческий словарь
—
κατώτερα
—
σταυροπάτης
—
συντονισμός
—
επιναυπηγός
—
ξεγελιέμαι
—
έλατο
—
αρχιστρατηγία
—
φορετός
—
εωθινός
—
ξαγκιστρώνω
—
καπετάνιος
—
πλαστήρι
—
αντιμεταθέτω
—
πρεσβεύω
—
κωκταιλ
—
κακεντρέχεια
—
σφετερίζομαι
—
αναμαρμαρώνω
—
φραγκόπαπας
—
γραμματοφύλακας
—
επωμίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве